Είναι ένα παλιό, ωραίο τραγούδι της Μίλβα, με τίτλο «για τους νεκρούς του Ρέτζιο Εμίλια». Αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός, ξεχασμένο πια. Το 1960, μια αδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση μειοψηφίας της Χριστιανικής Δημοκρατίας (του κόμματος που κυβερνούσε μονίμως την Ιταλία, από το τέλος του πολέμου ως την δεκαετία του 90) βρήκε στήριγμα για την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία στις ψήφους του νεοφασιστικού κόμματος MSI. To κόμμα αυτό είχε ιδρυθεί από ελάσσονα στελέχη του μουσολινικού καθεστώτος, το 1946, με ιδρυτικό προορισμό «την εναντίωση στο δημοκρατικό σύστημα και την διατήρηση στην ζωή της φασιστικής ιδέας». Η συμμετοχή του, λοιπόν, στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το 1960, είχε προκαλέσει μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο. Αλλά και μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις σε πολλές ιταλικές πόλεις, που εξελίχθηκαν σε λουτρό αίματος, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες διαδηλωτές.
Το ματωμένο εκείνο καλοκαίρι του 1960 άφησε πίσω του, εκτός από το τραγούδι της Μίλβα, και μια ισχυρή πολιτική κληρονομιά. Γεννήθηκε τότε η έκφραση «κόμματα του συνταγματικού τόξου», την οποία πρόσφατα υιοθετήσαμε κι εμείς στην Ελλάδα (απέναντι στην Χρυσή Αυγή). Ήταν ένα μέτωπο όλων των άλλων κομμάτων, που διαφωνούσαν μεταξύ τους στα πάντα, αλλά συμφωνούσαν στην απομόνωση των νεοφασιστών, στην πολιτική τους περιθωριοποίηση. Το μέτωπο άντεξε τις αναταράξεις της ιταλικής πολιτικής ζωής, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90. Τότε, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, κατέρρευσε ολοκληρωτικά και το παλιό πολιτικό σύστημα της χώρας και αναδύθηκε το άστρο ενός σκοτεινού εκατομμυριούχου και ιδιοκτήτη τηλεοπτικών σταθμών, του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο οποίος περιέλαβε αμέσως κάτω από την εκλογική του ομπρέλα τους επιγόνους των νεοφασιστών, που είχαν αλλάξει πολλές φορές ονομασία και σχηματισμό προκειμένου να βγουν από την απομόνωση. Τους προσέφερε έτσι την πολιτική νομιμοποίηση που για τρεις δεκαετίες ματαίως επιζητούσαν.
Και να που τώρα η τελευταία μετάλλαξη του νεοφασιστικού πολιτικού σχηματισμού, που πήρε το νέο όνομα «Ιταλοί αδελφοί» (Fratelli d Italia) αλλά διατηρεί το ίδιο έμβλημα του 1946, την μουσολινική τρίχρωμη φλόγα, διεκδικεί κάτι περισσότερο από το δικαίωμα συμμετοχής, ως ελάσσων και ασήμαντος εταίρος, σε μια δεξιά εκλογική συμμαχία. Οι Fratelli διεκδικούν να ηγηθούν της δεξιάς παράταξης στις εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου και να επιβάλουν ως επόμενη πρωθυπουργό της Ιταλίας την φωτογενή και κάπως «ποπ» αρχηγό τους, την Τζόρτζια Μελόνι. Τα τρία βασικά κόμματα της δεξιάς συμμαχίας συμφώνησαν ότι θα προτείνουν ως πρωθυπουργό, εάν, όπως προεξοφλείται, κερδίσουν τις εκλογές, τον εκπρόσωπο του κόμματος που θα έχει πάρει τις περισσότερες ψήφους. Και οι κληρονόμοι του κακόφημου Μπενίτο προηγούνται των συμμάχων τους στις ως τώρα δημοσκοπήσεις. Από 4% που είχαν στις προηγούμενες εκλογές, το 2018, έχουν εκτοξευθεί στην περιοχή του 22%- επειδή ήταν ο μόνος πολιτικός σχηματισμός στην αντιπολίτευση, απέναντι στην εθνική συμμαχία που στήριζε την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι.
Κι έτσι, αν δεν συμβεί ένα θαύμα στους επόμενους δύο μήνες, βρισκόμαστε εμπρός σε κάτι που ως χθες θα έμοιαζε αδιανόητο: Μια από τις ιδρυτικές της Ευρώπης χώρες και η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης να βρεθεί, για πρώτη φορά, με μια νεοφασιστική στην καταγωγή, ευρώ-σκεπτικιστική και «νατιβιστική» δύναμη στο τιμόνι της. Και μάλιστα σε μέρες μεγάλης δοκιμασίας για την Ευρώπη, με τον πόλεμο στα σύνορά της και τον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση να απειλούν την συνοχή της.
Η συγκυρία δεν επιτρέπει να σκεφθεί κανείς ότι το ιταλικό δράμα αφορά την Ιταλία μόνον. Η ξαφνική ανατροπή της κυβέρνησης Ντράγκι στερεί, σε μια κρίσιμη στιγμή, την Ευρώπη από την σημαντικότερη, μάλλον, ηγετική φυσιογνωμία της, ενώ Γαλλία και Γερμανία περνούν στην ζώνη του πολιτικού λυκόφωτος. Και το ενδεχόμενο διαδοχής του από μια κυβέρνηση «τρίο Στούτζες» (Μελόνι, Σαλβίνι, Μπερλουσκόνι) υπόσχεται πλήρη παράλυση στο ευρωπαϊκό συμβούλιο. Αν συνυπολογίσει μάλιστα κανείς και το ενδεχόμενο οι- έτσι κι αλλιώς νευρικές- αγορές να τιμολογήσουν υπερβολικά τον «κίνδυνο» μιας χώρας που έχει το μεγαλύτερο χρέος στην ευρωζώνη (και το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο), τα σενάρια αρχίζουν να γίνονται εφιαλτικά.
Κι υπάρχει ένας ακόμη λόγος, που δίνει στο ιταλικό δράμα μια διεθνή σημασία. Η Ιταλία- η πρώτη χώρα στον κόσμο που υπέκυψε στον φασισμό, σημειωτέο- ήταν συχνά το πολιτικό εργαστήριο όπου γεννήθηκαν πολιτικά φαινόμενα προς εξαγωγή. Κάτι σαν μαγικός καθρέφτης, όπου άλλες χώρες αντικρίζουν τα δικά τους «προσεχώς».
Τι βλέπουμε, λοιπόν, τώρα στον ιταλικό καθρέφτη;
Πρώτον, πως η διεθνής τάση «κανονικοποίησης» του ακροδεξιού εξτρεμισμού, μετακίνησής του στο πολιτικό mainstream- όπως κάνει η Λεπέν στην Γαλλία για τους κληρονόμους του Πεταίν ή το Vox στην Ισπανία για τους νοσταλγούς του Φράνκο και η Μελόνι για τους νοσταλγούς του Μουσολίνι- δεν εξημερώνει τους ακραίους. Μετακινεί προς τα δεξιά τον άξονα της πολιτικής ζωής. Απειλεί (παράδειγμα ο Τραμπ) το κράτος δικαίου, την διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεύτερον- δυσάρεστη διαπίστωση- ότι, όπως με τον Covid-19, έτσι και με την γοητεία του αυταρχικού λαϊκισμού, η νόσος δεν δημιουργεί ανοσία. Η Ιταλία έζησε ένα κύμα μπερλουσκονικής εφόδου λαϊκισμού και διαφθοράς κατά των θεσμών της δημοκρατίας την δεκαετία του 90 κι ένα δεύτερο κύμα με την άνοδο των «5 Αστεριών» και της «Λέγκας» (που συγκυβέρνησαν) στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Και τις δύο φορές οι κλόουν κατέλαβαν την εξουσία και εξέπεσαν γελοιοποιούμενοι. Αλλά να που άλλοι, ακόμη πιο επικίνδυνοι θαυματοποιοί παίρνουν την θέση τους και διεκδικούν, για τρίτη φορά, την επανάληψη του ίδιου πειράματος.
Και, τρίτον, μια επιβεβαίωση αυτού που έλεγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στην παρουσίαση του βιβλίου του, προχθές. Πως η μεγάλη, η ιστορική πρόκληση του καιρού μας, ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα κριθεί όχι στην Ουκρανία την ίδια, αλλά στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών. Της αμερικανικής προπάντων, αλλά και της Ιταλικής. Και της δικής μας, επίσης.