Δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα ο – 99χρονος, πλέον – Χένρι Κίσινγκερ, κατεξοχήν εκφραστής της ρεαλιστικής σχολής στις Διεθνείς Σχέσεις (στην πράξη, πέρα και πάνω από την θεωρία), αν μη τι άλλο λόγω της στάσης του στο Κυπριακό το τραγικό 1974. Ούτε ιδιαίτερα δημοφιλής υπήρξε διεθνώς και τώρα, βέβαια, στο φόντο διεθνούς διαχείρισης του Ουκρανικού/αναδημιουργίας του σχίσματος Δύσης-Ανατολής, έτσι που διατύπωσε την άποψη ότι η σημερινή αντιπαράθεση «δεν αναφέρεται πλέον μόνο στην ελευθερία της Ουκρανίας, αλλά σ’ έναν νέο πόλεμο κατά της ίδιας της Ρωσίας». Δέχθηκε ουκ ολίγες επιθέσεις γι αυτήν του την προσέγγιση των πραγμάτων – κι ας είχε προειδοποιήσει για τις εξελίξεις από την εποχή της προσάρτησης της Κριμαίας (2014). Λιγότερες βέβαια επιθέσεις απ’ ότι ο νεορεαλιστής Mearsheimer ο οποίος αντιμετώπισε μέχρι και συλλογή υπογραφών στο Πανεπιστήμιό του (του Σικάγου) να μεταβάλει άποψη, επειδή είχε την ανάγνωση κι αυτός - από το 2014 - ότι η Ουκρανική κρίση προέκυψε από σφάλμα της Δύσης, λόγω ψευδαισθήσεων που είχαν επικρατήσει.
Πάντως είναι εντυπωσιακό το πώς το εντελώς πρόσφατο βιβλίο Κίσινγκερ περί ηγεσίας/τέχνης της πολιτικής, βιβλίο που προσεγγίζει την ευρύτατη όσο και ολισθηρή αυτή θεματική μέσα από 6 μεγάλες φιγούρες της πρόσφατης ιστορίας, που σφράγισαν με τον τρόπο τους ο καθένας/η καθεμία τις Διεθνείς Σχέσεις. Αντενάουερ, Ντε Γκολ, Νίξον, Σαντάτ, Λη Κουάν Γιου, Θάτσερ, πόλωσε ταχύτατα την προσοχή. Κυκλοφόρησε σε λίγο αποκλίνουσες εκδοχές σε ΗΠΑ (Penguin), Αγγλία (Allen Lane) και Γερμανία (Bertelsmann) και συγκέντρωσε μέσα σε λίγες μόνον εβδομάδες κριτικές και παρουσιάσεις και συνεντεύξεις σε ό,τι διεθνές μέσο: βοήθησε, βέβαια, και η άμεση διαθεσιμότητα του βιβλίου σε Kindle ή και σε audiobooks. Πάντως «κάποιο νεύρο» έχει αγγίξει ο 99χρονος, καταφανώς.
Να σημειωθεί ήδη ότι o Κίσινγκερ, σ’ αυτήν του την προσέγγιση στην διεθνή στρατηγική, κάνει μια σημαντική αλλαγή γωνίας: Εκεί που στο κλασικό του Diplomacy (1994), στην τριλογία White House Years, Years of Upheaval, Years of Renewal (1979-1982-1999) και στο απολογιστικό China (2011) έβλεπε προεχόντως την γενική εικόνα, ή πάλι ακολουθούσε την πεπατημένη των απομνημονευμάτων, τώρα επιλέγει να δει τομές στην ιστορική διαδρομή ή/και στις στάσεις βάθους μέσα από την δράση προσωπικοτήτων. Πρόκειται για προσωπικότητας που βρέθηκαν αντιμέτωπες με μείζονες γεωπολιτικές προκλήσεις, αλλά και που χρειάστηκε να δώσουν κάτι σαν νέο ξεκίνημα στους ίδιους τους λαούς τους. Η σύνδεση αυτών των δυο – της ανάγνωσης του πού κατευθύνεται ο κόσμος και της δημιουργίας εσωτερικής συστράτευσης υπό διόλου εύκολες συνθήκες – αποτελεί, κατά διαφανή τρόπο, την υποθήκη του για τον μετα-την-Ουκρανική κρίση κόσμο.
Θα θεωρούσαμε ότι η προσωπικότητα που σαγηνεύει τον ίδιο τον Κίσινγκερ περισσότερο είναι εκείνη του Στρατηγού Ντε Γκολ, του ανθρώπου δηλαδή που βρέθηκε να αντιπροσωπεύει – σχεδόν μόνος, στην εξορία του Λονδίνου – την αίσθηση των Γάλλων για την «αληθινή» χώρα του. Του ανθρώπου που μετά την λήξη του Πολέμου και την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Συμμάχους, συνέδεσε το παρελθόν με μια οραματική εικόνα μέλλοντος. (Μιλώντας εκ των υστέρων, ο Κίσσινκγερ θεώρησε τον Φρανσουά Μιττεράν κληρονόμο του οραματικού στοιχείου του Ντεγκώλ). Όμως προβάλλει ανάλογα και την ικανότητα του Καγκελαρίου Αντενάουερ, ο οποίος έμαθε στους Γερμανούς όχι απλώς να ζουν με την σκιά της πρόσφατης ιστορίας τους και με την πραγματικότητα της διχοτομημένης χώρας τους (εδώ νομιμοποιείται κανείς να δει προς την κατεύθυνση της Ουκρανίας…), αλλά και ποτέ να μην αφήσουν από τα μάτια τους την προσδοκία της επανένωσης.
Αναμενόμενο, βέβαια, να εντάξει τον Ρίτσαρντ Νίξον στις επιλογές του, ο αρχιτέκτονας της εξωτερικής πολιτικής του Κίσινγκερ παρά το πώς ο ίδιος ο Νίξον αμαύρωσε την διαδρομή του. Δεν στέκεται όμως μόνο/τόσο στο άνοιγμα της προοπτικής μέλλοντος των διεθνών σχέσεων την δεκαετία του ΄70 (με την ιστορική κίνηση που απετέλεσε το ταξίδι στην Κίνα) όσο σε εκείνο που αποτελεί η αποδοχή της ανάγκης να αφουγκράζεται ένας ηγέτης την ωριμότητα για αλλαγές της Ιστορίας. Εδώ, ο Κίσινγκερ κάνει την αναμενόμενη ρεαλιστική κατάθεσή του, η οποία πάντως αποδέχεται την διάσταση αβεβαιότητας στον μακρότερο ορίζοντα.
Οι δυο λιγότερο οικείες σ’ εμάς φιγούρες, εκείνη του Ανουάρ Σαντάτ με την υπέρβαση της βαθύτερης Αραβικής εχθρότητας προς το Ισραήλ για χάρη της ειρήνευσης και κάποιας εκτόνωσης (υπέρβαση που την πλήρωσε με την ζωή του από πυρά της ίδιας του της φρουράς), αλλά και του Σιγκαπουριανού Λη Κουάν Γιου που έχτισε μέσα σε μια γενιά εθνική συνείδηση σε μια ασταθή περιοχή του κόσμου (ο Κίσσινγκερ έχει αφιερώσει στον Γιου ολόκληρο βιβλίο) αποτελούν περισσότερο προτάσεις γνωριμίας. Θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη επιμονή στα μετά-τον-Σαντάτ του Μεσανατολικού, που δείχνουν πόσο η έννοια της «λύσης» μπορεί να είναι φευγαλέα.
Όσο για την Μάργκαρετ Θάτσερ, θα το μαντέψατε, εκείνη έχει την βαθύτερη εκτίμηση του Κίσσινγκερ για το πείσμα της και για την αντιπαραθετικότητά της, αν και περισσότερο από την γεωπολιτική πρόκληση των Φώκλαντ την εκδήλωσε με καθοριστικό τρόπο στον (όχι-ακριβώς-οικείο στον Κίσσινγκερ) χώρο της οικονομίας. Και πάλιν, όμως, η συστράτευση ενός λαού – με συνειδητές αντιθέσεις, με εντάσεις – πίσω από μια ηγετική φιγούρα σε μια στροφή της ιστορίας είναι εκείνο που κρατά ο σαγηνευμένος από τις βαθύτερες λειτουργίες της πολιτικής Κίσινγκερ.