Οι Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ θα έχουν σύντομα την πέμπτη κατά σειρά τηλεφωνική τους συνομιλία, μήνυμα ίσως ότι και δύο φοβούνται παρερμηνείες των θέσεων και ενεργειών τους.
Πενήντα χρόνια μετά το ταξίδι των Νίξον –Κίσινγκερ και την συνάντηση τους με τον Μάο στο Πεκίνο υπάρχει μια επικέντρωση στην Ταιβάν από την πλευρά του Λευκού Οίκου όσο και άλλων Αμερικανών αξιωματούχων.
Οι ΗΠΑ είχαν για δεκαετίες συντηρήσει μια ασάφεια για το κατά πόσον θα παρενέβαιναν στρατιωτικά για να υπερασπιστούν την Ταιβάν σε περίπτωση επέμβασης της Κίνας.
Πρόσφατα ο Μπάιντεν έδειξε να δεσμεύεται ότι οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στρατιωτικά, ενώ η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έτρεξε ασθμαίνοντας να διευκρινίσει ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι σκόπιμα ασαφείς.
Σήμερα στην επικαιρότητα κυριαρχεί η οργή του Πεκίνου για την δήλωση της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι θα επισκεφθεί την Ταιβάν.
Όλα τα παραπάνω αθροιστικά είναι αρκετά για να δημιουργηθεί ένα κλίμα καχυποψίας στο Πεκίνο, κατά πόσο η Ουάσιγκτον έχει σιωπηρά εγκαταλείψει την συμφωνία κυρίων ΗΠΑ και Κίνας, ότι καμιά πλευρά δεν θα επιχειρήσει να αλλάξει μονομερώς το σημερινό στάτους κβο στην Ταιβάν.
Θυμίζουμε ότι η Ταιβάν, από το 1949 μέχρι και το 1972 ήταν η αναγνωρισμένη Κίνα στον ΟΗΕ και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του διεθνούς οργανισμού.
Η επίσημη πολιτική του Πεκίνου ως προς την Ταιβάν είναι η ειρηνική της ενσωμάτωση στην Κίνα στο πλαίσιο της αρχής ένα κράτος δύο συστήματα, δηλαδή κάτι παραπάνω από διευρυμένη αυτονομία –αν κι οι εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ έχουν εκ των πραγμάτων υπονομεύσει την αξιοπιστία του Πεκίνου.
Αν η Ταιβάν ενθαρρυνθεί από την προσπάθεια των ΗΠΑ να συσπειρώσουν τις χώρες του Ινδικού-Ειρηνικού για να ανακόψουν την περαιτέρω ισχυροποίηση της Κίνας και προχωρήσει στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας της, τότε θα έχει διαμορφωθεί ένα σκηνικό πιθανής στρατιωτικής εισβολής της Κίνας αλλά, στη συνέχεια, και των ΗΠΑ.
Όσο διαρκούν τα τηλεφωνήματα, πάντως, μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι ο πόλεμος νεύρων στην Ταιβάν είναι υπό έλεγχο.