Κάθε δημόσια διατύπωση γνώμης από τον Βαγγέλη Βενιζέλο – και δεν είναι ούτε αραιές, ούτε στερούμενες κεντριών… – δεν γίνεται να μην προξενήσει συζήτηση. Και μάλιστα όταν προσλαμβάνει την μορφή βιβλίου, που ούτως ή άλλως δείχνει ένα καταστάλαγμα απόψεων και διεκδικεί μια μονιμότερη έκθεση στην προσοχή της δημόσιας συζήτησης, σε σύγκριση μ’ ένα άρθρο ή με μια παρέμβαση σε συνέδριο ή/και τηλεοπτική παρουσία.
Ωστόσο, αυτό ειδικά το βιβλίο – ήδη από τον τίτλο του, το «Εκδοχές πολέμου», που αναδεικνύει μιαν άποψη για το τι σήμαναν στα χρόνια των Μνημονίων και μέχρι την λήξη της Ενισχυμένης Εποπτείας (η έννοια «πόλεμος» είχε ούτως ή άλλως εύκολα πολιτογραφηθεί στην τρέχουσα συζήτηση, από τον πόλεμο κατά των Μνημονίων μέχρι τον πόλεμο κατά του κορωνοϊού, μέχρι ότου… εκδηλώθηκε αληθινός πόλεμος, επί Ευρωπαϊκού εδάφους, με την εισβολή στην Ουκρανία και οι έννοιες σοβαρεύουν), αλλ’ αφήνει και μιαν υπόσχεση αναζήτησης «εκδοχών» αντί της απόλυτης αλήθειας, – προσλαμβάνει ξεχωριστό ενδιαφέρον, ως σύνοψη της κεντρικής κατάθεσης Βενιζέλου. Κατάθεσης για την κορυφαία φάση της δημόσιας παρουσίας του (και η επ’ εσχάτων έκλειψή του από την θεσμική πολιτική ζωή, επιλεγμένη παρουσία είναι). Ο «πόλεμος της γενιάς μας», λοιπόν είναι ταυτόχρονα το θέμα αλλά και η συνολική αναλυτική προσέγγιση Βενιζέλου στην πολιτική ζωή.
Υπάρχουν τρία τουλάχιστον επίπεδα ανάγνωσης των «Εκδοχών πολέμου». υπάρχει και ένα τέταρτο, αυτό που αφορά την ίδια την ροή του κειμένου, στην οποία κανείς αναγνωρίζει τον χειμαρρώδη λόγο του Β. Βενιζέλου, αλλ’ ακόμη πιο δουλεμένο (αναγνωρίζει ο ίδιος συμβολή του Χρ. Χωμενίδη στην «ροή της αφήγησης»), οπότε μπορεί να λειτουργήσει αληθινά σαν ανάγνωσμα. Όχι ακριβώς διακοπών/παραλίας, αλλά σίγουρα ευπρόσιτο σ’ ένα κοινό που δεν απαιτείται να έχει ιδιαίτερη προετοιμασία ή/και ροπή προς επίσκεψη των ζητημάτων της πολιτικής – αν και, βέβαια, όλοι όσοι έχουν ζήσει τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να έχουν άμεση αντίληψη της πλοκής του δράματος που εξιστορείται.
Πάμε όμως στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης: Πρόκειται εδώ για μια κατάθεση, με μορφή συζήτησης με δημοσιογράφο (μια μορφή που συναντάται όλο και πιο συχνά: Ο Γιώργος Κουβαράς, εδώ, έχει ρόλο ουσιαστικό, ανεξαρτήτως αν ο Β.Β. κυριολεκτικώς «ενέδωσε στην πρόταση του Γιώργου Κουβαρά» όταν ξεκίνησε τις «Εκδοχές πολέμου». προκύπτει αυτός ο ρόλος όχι μόνον όταν συμμαζεύει την αφήγηση, αλλά και όταν την οδηγεί – παράδειγμα η φάση της μη-εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας που έφερε τις εκλογές του 2015, ή πάλι το πώς το καλοκαίρι του 2015 στηρίχθηκε η έκβαση της διαπραγμάτευσης Τσίπρα για το Μνημόνιο-3 και αν θα ‘πρεπε να είχε γίνει αλλιώς η διαπραγμάτευση) σε δυο φάσεις, μαγνητοσκοπημένες για λόγους αρχείου. Στις 27-28 Νοεμβρίου του 2021 και στις 12 Μαρτίου 2022, συν μια τηλεοπτική συζήτηση στην ΕΡΤ στις 3 Μαΐου 2022, Σημειωτέον ότι το βιβλίο καθελκύεται, σύμφωνα με τον πρόλογό του, Μάϊο του 2022. Το «πρόκειται για μια κατάθεση» δεν αποδίδει ακριβώς το εγχείρημα, καθώς πρόκειται για μιαν αφήγηση διεξοδική που θέλει να είναι εξαντλητική, για μια βιωμένη ιστορία. Βιωμένη με τα μάτια κεντρικού συντελεστή τής Ιστορίας σε κρίσιμες στιγμές, στενού παρατηρητή στις υπόλοιπες.
Η κατάθεση Β.Β. έχει ήδη το χαρακτηριστικό της διεξοδικότητας, καλύπτει κάθε στροφή και φάση των γεγονότων – twist and turn που θάλεγαν οι Αγγλοσάξωνες – , φέρνοντας στην επιφάνεια και αρκετό παρασκήνιο. Για παράδειγμα τις επαφές και τεχνικές διαπραγματεύσεις για το διαβόητο PSI (που εξηγείται πώς ήταν ακόμη σημαντικότερο από αυτό το OSI, το κούρεμα των ομολόγων εις χείρας δημόσιων φορέων), ή πάλι των μελοδραματικών προτάσεων Σώϋμπλε για πρόσκαιρο («time-out») Grexit, ή ακόμη των τελευταίων επαφών πριν την αποδρομή των Κυβερνήσεων Σαμαρά-Βενιζέλου (αλλά και, νωρίτερα, των ζυμώσεων προκειμένου να προκύψει εκείνο που γνωρίσαμε ως Κυβέρνηση Παπαδήμου). Τα γεγονότα εκείνα ήταν από καιρό διάχυτα γνωστά. εδώ όμως εντάσσονται σε ένα συνολικό αφηγηματικό/επεξηγηματικό πλαίσιο. Επειδή αναφερθήκαμε στην διεξοδικότητα, να σημειωθεί εδώ και… ένας τρίτος συντελεστής του βιβλίου, πέραν των Βενιζέλου-Κουβαρά: Πρόκειται για τη δουλειά της Αφροδίτης Αλ-Σάλεχ η οποία εξασφάλισε ένα πλήρες αναλυτικό χρονολόγιο των ιστορούμενων γεγονότων. Συνοπτική εκδοχή του υπάρχει στο τέλος του βιβλίου, όμως η πλήρης είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του ίδιου του Β.Β. όπου παραπέμπεται ο αναγνώστης αν το επιθυμεί με QRCode στο τέλος. Εκεί, υπάρχουν links «για κάθε κρίσιμο γεγονός, δήλωση, συνέντευξη ή κοινοβουλευτική συζήτηση».
Ο Βαγγέλης Βενιζέλος επιθυμεί προδήλως η δική του η κατάθεση να μείνει ως παρακαταθήκη, πάντως ως προς την τεκμηριωτική πληρότητα. Το δεύτερο επίπεδο θα ακουστεί αυτονόητο, αλλά πηγαίνει παραπέρα απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως: Ο συγγραφέας-δρών συντελεστής της ιστορίας καταθέτει προσωπική του ανάγνωση των πραγμάτων. Προσωπική μεν, αλλά με παλλόμενη την ανάγκη δικαίωσης: Όχι μόνο για το τί καταθέτει ότι συνέβη, αλλά και για το τί σημαίνει αυτό που διηγείται – και εξηγεί, φορές-φορές πολύ τεχνικά, ότι συνέβη. Βέβαια να του αναγνωρισθεί ένα τουλάχιστον: Ότι απέναντι σ’ εκείνους που βρέθηκε αντίθετος, καλεί για την δική τους κατάθεση. («Ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος φαντάζομαι ότι θα πει κάποια στιγμή κι αυτός αναλυτικά όλα τα γεγονότα, θεώρησε ότι τον πιέζουν οι καταστάσεις…», αυτό για την τελική ευθεία προς την κυβέρνηση Παπαδήμου). Στην περιγραφή τεχνικότερων ζητημάτων, όπως οι φάσεις της διαπραγμάτευσης, οι αντιπαραθέσεις με την Τουρκία ή και σε επίπεδο Κορυφής – Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με την πιεσμένη Άνγκελα Μέρκελ και τον χολερικό Νικολά Σαρκοζί – οι σχέσεις με Σώϋμπλε και με Γιουνκέρ, διεκδικούν εκείνο που είναι γνωστό και παραδεδεγμένο: Όποιος γράφει και αφήνει πίσω του γραπτό ίχνος, εκείνος και γράφει την Ιστορία!
Στην φάση της διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ, του υπέρθερμου 2015, και σ’ εκείνην της μετέπειτα διαχείρισης του Μνημονίου-3, ο Βενιζέλος προσέρχεται με μια ματιά (αναγκαστικά) «απέξω», όμως στην ανάγνωση των πραγμάτων με βάση την κρατούσα δημοσιογραφική εξιστόρηση – εδώ, σημαντικός ο ρόλος του Γιώργου Κουβαρά, ώστε να ζωντανέψουν οι φάσεις του δημοψηφίσματος, των διαπραγματεύσεων στην κόψη του ξυραφιού, της στήριξης του τελικού συμβιβασμού από τα κόμματα της τότε Αντιπολίτευσης και πάντως της Ν.Δ.– προστίθεται η απαίτηση όλα εκείνα που ο ίδιος έζησε στα χέρια των «εταίρων» της Ελλάδας να βρουν μια συνέχεια, να μην απαξιωθούν. Πιο φορτισμένη η αφήγηση, εδώ, κι από την αφήγηση των άμεσων εμπειριών του…
Συγκριτικά, η προσέγγιση Βενιζέλου στην Συμφωνία των Πρεσπών – για να κάνουμε ένα χρονικό άλμα – προκύπτει αισθητά πιο ψύχραιμη, ακόμη και de facto υποστηρικτική (παρά τα κεντρίσματα Γ. Κουβαρά), καθώς ευθέως ο Β.Β. δεν συνιστά ο,τιδήποτε θα συνιστούσε ανατροπή, επαναδιαπραγμάτευση, μη-εφαρμογή…
Όμως η προσέγγιση προς ένα άλλο ζήτημα, που αναδεικνύεται χαίνουσα πληγή όσο περνάει ο καιρός, η προσέγγιση στο σκάνδαλο Novartis που (αναμενόμενα) προσεγγίζεται εδώ ως σκευωρία Novartis, γίνεται εμφατικά με το άνοιγμα μετώπου, για το ενδεχόμενο μιας «ανελεύθερης δημοκρατίας»/illiberal democracy στην Ελλάδα, ως «αριστεροδεξιά εκδοχή Ελληνικού Ορμπανισμού», ως «επιδίωξη πλήρους και ασφυκτικού ελέγχου εις βάθος, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα». Δεν βρίσκει μεν κανείς στις σελίδες αυτές την αναφορά σε εσχάτη προδοσία, (που είχε επιστρατευθεί προκειμένου να περιγραφεί η απαξία της κακουργηματικής κατάχρησης εξουσίας, αυτό σε παλαιότερες εποχές), όμως ασφαλώς βρίσκει την καταγγελία θεσμικής εκτροπής. Ήδη σημειώναμε ότι το βιβλίο αυτό κλείνει/παραδίδεται στον αναγνώστη Μάιο 2022. Οπότε το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου επί της υποθέσεως Παπαγγελόπουλου/Τουλουπάκη/δημοσιογράφων με το οποίο έπεσε (την τελευταία μέρα του Ιουνίου) αυλαία στην διάσταση «σκευωρία», βρίσκεται εκτός ύλης του βιβλίου. Σίγουρα όμως, το παλλόμενο από ένταση κείμενο του Βαγγέλη Βενιζέλου στην ιστοσελίδα constitutionalism.gr, με το οποίο κατακεραυνώνεται το εν λόγω βούλευμα ως «διάτρητο» και «λογικά ασύντακτο» ώστε να «περιττεύει η κριτική σε επιμέρους σφάλματα ή κενά», αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συμπλήρωμα στις «Εκδοχές πολέμου», σε μια λογική sequel. (Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί την θεσμική δεσμευτικότητα του βουλεύματος).
Υπάρχει πάντως και το τρίτο επίπεδο του βιβλίου. Εκείνο που αφορά το ΠΑΣΟΚ, ακριβέστερα τον χώρο του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ΠΑΣΟΚ, που ο Β.Β. υπήρξε επικεφαλής του τα κρίσιμα χρόνια, με την τρομερή εμπειρία να λιώνει στα χέρια του όπως το χιόνι την άνοιξη. Και σήμερα, τις ημέρες που κυκλοφορούσαν οι «Εκδοχές Πολέμου», διεκδικεί ως ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, μετά από απόπειρες Ελιάς ή ΚΙΝΑΛ , εκ νέου ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Προς τον χώρο αυτό, ο Β.Β. τρέφει ασφαλώς θετικά αισθήματα (π.χ. όμορφη η κατάθεση, προκειμένου περί της Κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, ότι «ήταν άλλη κατηγορία πολιτική και αισθητική οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και άλλοι ορισμένοι υπουργοί της Ν.Δ.»), όμως υπεραμυνόμενους της αξιακής ταυτότητας και της πολιτικής φυσιογνωμίας και της ιστορίας του ΠΑΣΟΚ εννοεί – και φαίνεται αυτό, σε κάθε στροφή! – «το δικό του» ΠΑΣΟΚ.
Αυτό, άλλωστε είναι, χρωματίζει και τον τρόπο με τον οποίο αισθάνεται κάτι σαν αποστροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ (όπου, πολιτικά πλην ήδη μαθηματικά, προσήλθαν και στεγάστηκαν πολιτικά οι περισσότεροι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ του 38,1 % [2009], του 13,2%-12,3% [2012] για να καταλήξει στο 4,7% (έβδομο κόμμα) και 6,3% (με Φ. Γεννηματά) του 2015). Επιστρατεύονται χαρακτηρισμοί όπως «υδραργυρικό» ή «υδαρές» μόρφωμα με τουλάχιστον δυο φορές προσφυγή και στον χαρακτηρισμό «παρά φύσιν» (το τελευταίο βέβαια, για να συμπεριλάβει την σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με Πάνο Καμμένο ή την συμπόρευση με Δημ. Παπγγελόπουλο) . Αυτή η ολισθηρή παρέκβαση περί της φύσεως των πραγμάτων δεν εμποδίζει πάντως τον Βενιζέλο να σταθεί ψύχραιμα στο πώς π.χ. το αντι-Μνημόνιο του 2010 είχε περιληφθεί, μεταστρεφόμενο, στον κεντρικό κορμό της Μνημονιακής συμμαχίας του 2012-15 με Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Τάκη Μπαλτάκο…
Υπάρχει πάντως κι ένα τελευταίο επίπεδο ανάγνωσης, που ίσως-ίσως αποτελεί και την πιο καίρια υποθήκη του Βαγγέλη Βενιζέλου στην εφεξής δημόσια συζήτηση. Πρόκειται για την προσέγγιση της κανονικότητας – όπως με μύριους τρόπους επιδιώκεται, μετά από κάθε σοκ – ως μιας κατάστασης που συντίθεται πλέον από κρίσεις. «Η κρίση ως νέα κανονικότητα» , αυτή είναι το βασικό που παραδίδει ο Β.Β. στην δημόσια συζήτηση. είναι άλλωστε εκείνο που εξηγεί/δικαιολογεί και την μετάβαση ενός διανοούμενου με ακαδημαϊκές ρίζες σε μια πολιτική φιγούρα όχι απλώς μαχητική, αλλά με στιγμές σχεδόν streetfighter. Άλλωστε την κρίση ως κανονικότητα ανέδειξε, στην τελευταία στροφή των πραγμάτων, ως κεντρική προσέγγιση ο Κύκλος Ιδεών, με τον οποίο ως βασικό όχημα πορεύθηκε την – δική του η διατύπωση – φάση της μετα-πολιτικής…
Κάτι μας λέει ότι δεν θα ‘ναι αυτή με τίποτε!, η τελευταία εκδοτική παρουσία Βαγγέλη Βενιζέλου.