Την ημέρα που εδώ, στην Πεντέλη, η φωτιά ερήμωνε καταπράσινους οικισμούς, στο Λονδίνο η πυροσβεστική υπηρεσία της πόλης ζούσε την χειρότερη μέρα της από τον καιρό του blitz, στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το θερμόμετρο στην Βρετανία ανέβηκε στο υψηλότερο σημείο από τότε που τηρούνται μετεωρολογικά αρχεία. Δυο μέρες νωρίτερα, 25.000 άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, σε μία μόνον από τις μεγάλες πυρκαγιές των ημερών, στην Γαλλία. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, που αντιμετωπίζουν την μεγαλύτερη ξηρασία των τελευταίων 1200 χρόνων, ξεπέρασαν τους χίλους οι θάνατοι από τις φωτιές ή τον καύσωνα. Ένα δεύτερο κύμα καύσωνα, μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, πυρπολεί περιοχές της Ευρώπης άμαθες στην ζέστη. Ένας φονικός συνδυασμός μεγάλης ξηρασίας, υψηλών θερμοκρασιών και δυνατών ανέμων βασανίζει τις χώρες γύρω από την Μεσόγειο. Και οι πυρκαγιές σαρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα και καταστρέφουν καλλιέργειες από τον Ατλαντικό ως το Αιγαίο.
Οι πρώτες εβδομάδες αυτού του ανήσυχου καλοκαιριού φέρουν την σφραγίδα της κλιματικής καταστροφής που μας απειλεί. Τα πιο ακραία φαινόμενα εκδηλώνονται όλο και συχνότερα, με όλο και πιο έντονο τρόπο. Κι αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνουμε πια όλοι. Ακόμη κι όσοι δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τα μαθηματικά μοντέλα των ειδικών που προβλέπουν πως, μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, περιοχές της Ευρώπης θα ζήσουν θερμοκρασίες 50 βαθμών Κελσίου. Ή που υπολογίζουν πως οι ρυθμοί ανόδου της θερμοκρασίας στην ανατολική Μεσόγειο είναι τριπλάσιοι από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και πως η θερμοκρασία στην Ελλάδα θα ανέβει από 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου, ανάλογα με την αντίδρασή μας, μέχρι το τέλος του αιώνα.
«Η κλιματική αλλαγή σκοτώνει», είπε ο πρωθυπουργός της Ισπανίας. Και αυτή είναι, ασφαλώς, η μία όψη της τραγωδίας των πυρκαγιών που από το 1980 κι ύστερα επιστρέφουν, με επιταχυνόμενη συχνότητα και εντεινόμενη σφοδρότητα, και στην Ελλάδα. Άλλο αν η δική μας, θερινή εθνική σκηνή βιώνει την τραγωδία ως πολιτικό, κυρίως, δράμα. Η άλλη όψη της τραγωδίας είναι η διαχείριση της καταστροφής, πραγματική και επικοινωνιακή. Τα πυροσβεστικά μέσα, που πάντα είναι ανεπαρκή, κι ας ξοδεύουμε (ή ίσως επειδή ξοδεύουμε) το 84% των δημόσιων πόρων για την εκ των υστέρων αντιμετώπιση των πυρκαγιών και μόνο το 16% για την πρόληψή τους. Ο συντονισμός, που είναι πάντα δύσκολος μεταξύ υπηρεσιών και επιπέδων διοίκησης που είναι δεκαετίες τώρα εμποτισμένες με την νοοτροπία της υπεράσπισης των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων και της αποφυγής των ευθυνών. Η συνεργασία, ακόμη πιο δύσκολη, κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης, δασικής υπηρεσίας και πυροσβεστικής. Όλα αυτά, κατά το έθιμο, επιτρέπουν στην εκάστοτε αντιπολίτευση να εγκαλεί την εκάστοτε κυβέρνηση. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι αλλάζουν- και κάτι έχει πράγματι αρχίζει να αλλάζει- δύσκολα. Και αργά. Όπως είπε ο Χρήστος Στυλιανίδης στο Politico, «ενώ οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, εμείς εξακολουθούμε να κινούμαστε με την συνηθισμένη μας ταχύτητα».
Ακόμη χειρότερα: Κάνουμε βήματα προς τα πίσω. Ήταν μια πολιτικά σημαδιακή στιγμή όταν ο Πράσινος υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας ανακοίνωνε την «πικρή απόφαση» της επιστροφής στον άνθρακα, την απόφαση να αναστηθούν εκ νεκρών οι «βρώμικες» μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Η Ευρώπη, έντρομη εμπρός στον εφιάλτη ενός παγωμένου χειμώνα χωρίς ρωσικό φυσικό αέριο, βάζει στο ράφι τις φιλοδοξίες για μηδενικούς ρύπους. Κι αυτή είναι μόνον μία, η πιο άμεση όψη του γενικότερου προβλήματος. Της δυσκολίας, δηλαδή, να μεταφραστεί σε αποτελεσματική πολιτική δράση η συνειδητοποίηση της υπαρξιακής απειλής που αντιπροσωπεύει η κλιματική αλλαγή.
Μέχρι πριν λίγους μήνες, είχαμε ακόμη δικαίωμα σε κάποια αισιοδοξία. Η Αμερική είχε επιστρέψει από τον εξαιρετισμό της εποχής Τραμπ και δήλωνε έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη της για μια παγκόσμια συμφωνία για τον δραστικό περιορισμό της εκπομπής ρύπων. Η Ευρώπη εκδήλωνε την φιλοδοξία να βρεθεί στην πρωτοπορία του πράσινου κύματος. Ο πρόεδρος Μπάιντεν εμφανιζόταν σαν μετενσάρκωση του Ρούζβελτ και προωθούσε ένα τεραστίων διαστάσεων πρόγραμμα επενδύσεων για ένα «green new deal». Το οποίο δεν θα ήταν μόνον η απάντηση στην οικουμενική οικολογική αγωνία. Θα ήταν και ο δρόμος προς την συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας, γύρω από ένα νέο «πράσινο» μοντέλο ανάπτυξης, που θα μας βγάζει από τα σημερινά αναπτυξιακά αδιέξοδα, θα ανακόπτει την διεύρυνση των ανισοτήτων και θα υπερασπίζεται την φιλελεύθερη δημοκρατία και τους θεσμούς κοινωνικής προστασίας απέναντι στον κίνδυνο των αυταρχικών λαϊκιστών, των εμπόρων της «αγανάκτησης», που απειλούν να επιστρέψουν ορμητικά επί σκηνής, από την Ουάσιγκτον ως την Ρώμη.
Αλλά ο εσωτερικός διχασμός των ΗΠΑ και η πολιτική αδυναμία του Λευκού Οίκου προσγείωσε απότομα τις προεδρικές φιλοδοξίες και ματαίωσε νομοθετικές πρωτοβουλίες. Και ο συνδυασμός του πληθωρισμού, του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης κάνει πια τις οικολογικές προτεραιότητες να μοιάζουν παλιομοδίτικες ευαισθησίες, εκτός εποχής. Ακόμη και καταμεσής της εποχής των πυρκαγιών.
«Υπνοβάτες», ήταν ο τίτλος ενός σπουδαίου βιβλίου, που είχε κυκλοφορήσει πριν λίγα χρόνια, για τους παράγοντες που οδήγησαν την Ευρώπη στο σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο τίτλος απέδιδε τον συνδυασμό πολιτικής αμεριμνησίας και αδυναμίας που επέτρεψε την καταστροφή. Υπνοβατούμε κι εμείς, έναν αιώνα και κάτι αργότερα. Με την ελπίδα πως ένα σοκ θα μας ξυπνήσει. Έγκαιρα, πριν το σημείο χωρίς επιστροφή προς την «συλλογική (μας) αυτοκτονία» -σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποίησε όχι κάποιος επαναστατημένος οικολόγος ακτιβιστής, αλλά ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ.