Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις και τις πολιτικές αναλύσεις οι πρόωρες εκλογές του φθινοπώρου στην Ιταλία θα αναδείξουν ως κυβερνητική πλειοψηφία τα κόμματα Αδελφοί της Ιταλίας της Μελόνι, ένα μόρφωμα το οποίο θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί ως νεοφασιστικό, Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι, ξενόφοβo και ρατσιστικό, και η λαϊκίστικη δεξιά Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι. Πρωθυπουργός θα είναι η ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος, δηλαδή η Μελόνι.
Η Ιταλία βέβαια έχει αποδεχθεί την ακροδεξιά ως κανονικότητα από το 1994, όταν σχηματίσθηκε η πρώτη κυβέρνηση της Φόρτσα Ιτάλια με επικεφαλής τον Μπερλουσκόνι και κυβερνητικούς εταίρους την Λέγκα του Βορρά με ηγέτη τότε τον Μπόσι αλλά και την Εθνική Συμμαχία του ακροδεξιού Φίνι, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μεταφασίστας! Αποκορύφωση του κυνισμού, ήταν η πρώτη κυβέρνηση Κόντε, μετά τις εκλογές του 2018, με εταίρους το εναλλακτικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και την σκληρή ρατσιστική δεξιά Λέγκα του Βορρά.
Στην Ιταλία η πολιτική έχει στοιχεία όπερας μπούφα, ένα αξίωμα που επιβεβαιώθηκε με την αποκάλυψη του Politico ότι η ανατροπή του Ντράγκι σχεδιάστηκε κατά την συνάντηση Μπερλουσκόνι-Σαλβίνι με τηλεφωνική συμμετοχή της Μελόνι. Ο Καβαλιέρε πήρε έτσι μια προσωπική εκδίκηση με την αποπομπή του τεχνοκράτη Ντράγκι καθώς ο ίδιος είχε κληθεί δημόσια από τους Μέρκελ-Σαρκοζί να παραιτηθεί και να παραχωρήσει την θέση του στον τεχνοκράτη Μόντι.
Μια κυβέρνηση Μελόνι, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι θα σημάνει, πρώτον, το πρόωρο τέλος της ευρωπαϊκής τρόικας Μακρόν, Σολτς και Ντράγκι που είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες. Δεύτερον, η ιταλική Δεξιά προφανώς και θα κάνει μια προεκλογική εκστρατεία στην οποία θα δεσμεύεται καθημερινά ότι θα πειθαρχεί α λα καρτ στους κανόνες και τις αποφάσεις των Βρυξελλών με μόνο κριτήριο τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας ενώ δεν δεσμεύεται από καμιά πολιτική ορθότητα της Δύσης ως προς την στάση της απέναντι στην Ρωσία.
Η Ιταλία είναι μεν η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης αλλά είναι, λόγω της υπερχρέωσής της, κι ο αδύναμος κρίκος της -αν πιεσθεί από τις αγορές μπορεί να προκληθεί ντόμινο αποσταθεροποίησης στο νότο και όχι μόνο, που δεν θα μπορεί να αποτραπεί όσες φορές κι αν επαναλάβει η Φρανκφούρτη το «whatever it takes» του Ιουλίου του 2012, με το οποίο o τότε επικεφαλής της ΕΚΤ και σήμερα υπό παραίτηση από την πρωθυπουργία Ντράγκι έσωσε το ευρώ.