Στον γνωστό μύθο του Αισώπου, μια αλεπού που ένα δόκανο της έκοψε την ουρά, προσπαθούσε να πείσει και τις άλλες αλεπούδες να κόψουν τις δικές τους για να γίνουν ίδιες με εκείνη. Στον διδακτικό αυτόν μύθο θα πρέπει ίσως να αναζητηθεί μια εξήγηση για την υποστήριξη της Γερμανίας στην πρόταση της Επιτροπής για δυνατότητα υποχρεωτικής επιβολής σε κάθε κράτος-μέλος περικοπής 15% στην κατανάλωση φυσικού αερίου σε περίπτωση που «υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος μεγάλης έλλειψης αερίου ή μία εξαιρετικά υψηλή ζήτηση που καταλήγει σε σημαντική επιδείνωση της κατάστασης προσφοράς αερίου…». Η περικοπή θα γίνεται υποχρεωτική αν το ζητήσουν τρία τουλάχιστον κράτη-μέλη.
Είναι προφανές ότι η flat περικοπή δεν πρόκειται να εξασφαλίσει περισσότερο αέριο στη Γερμανία στην περίπτωση που υπάρξει μεγάλη έλλειψη. Βλάπτει όμως άλλες χώρες, οι οποίες, αν και έχουν μικρότερη εξάρτηση από το αέριο – πολλές εξ αυτών την είχαν περιορίσει εγκαίρως – καλούνται να εφαρμόσουν ίδιο ποσοστό μείωσης. Θα ήταν, λοιπόν, υπερβολική η υποψία ότι η Γερμανία, της οποίας η παραγωγή και η ανταγωνιστικότητα θα πληγούν από τη μείωση του φυσικού αερίου, υποστηρίζει την από κοινού περικοπή και μάλιστα στο ίδιο ποσοστό, προκειμένου να μειωθεί αναλόγως και η ανταγωνιστικότητα των άλλων; Όπως έκανε και η αλεπού με την κομμένη ουρά;..
Μια άλλη εξήγηση θα ήταν ότι η flat περικοπή θα μειώσει την διεθνή ζήτηση φυσικού αερίου αλλά και τις ποσότητες που θα αποθηκευτούν στην Ευρώπη, φέρνοντας έτσι τη Γερμανία, που δεν διαθέτει επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους, στην ίδια μοίρα με τις λοιπές χώρες της ΕΕ. Όταν, δε, αρθεί η υποχρεωτική περικοπή, θα υπάρχει διεθνώς περισσότερο διαθέσιμο αέριο και έτσι θα μπορεί τότε να καλύψει ευχερέστερα τις ανάγκες της.
Η υποστήριξη της πρότασης της Επιτροπής από τη Γερμανία περιβάλλεται βέβαια με τον μανδύα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, την οποία όμως η ίδια επιμόνως αγνοεί όταν απορρίπτει χωρίς συζήτηση προτάσεις για κοινή και συνολική ευρωπαϊκή απάντηση στην επικίνδυνη πλέον ενεργειακή και οικονομική κρίση. Αφήνοντας μάλιστα μόνους στη βορά των λαϊκιστών ηγέτες όπως ο Εμμ. Μακρόν και ο Μάριο Ντράγκι, σήμερα, και ποιος ξέρει ποιον άλλον αύριο.
Αν οι δύο προαναφερόμενες εκδοχές είναι πιθανόν να εξηγούν τη στάση της Γερμανίας (και των ακολούθων της), είναι πολύ πιο δύσκολο να εξηγηθεί η προθυμία της Επιτροπής να υποβάλει τη σχετική πρόταση, τουλάχιστον από όσους δεν θέλουμε να τη συνδυάσουμε με την εθνικότητα της προέδρου της ή από όσους δεν δέχονται ότι η Γερμανία μπορεί εν πολλοίς να υπαγορεύει τη στάση της Επιτροπής, ειδικά τώρα που ο Ντράγκι έχει αποχωρήσει και ο Μακρόν δεν περνά τις καλύτερες μέρες του.
Η Ιστορία όμως απεχθάνεται το κενό. Την απουσία των δύο αυτών ηγετών ανέλαβαν να αναπληρώσουν οι μικρότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που συντονισμένα και από κοινού αντιτάχθηκαν στην πρόταση της Επιτροπής -και εμμέσως στον ευρωπαϊκό βορρά- μαζί με έναν υπολογίσιμο αριθμό άλλων κρατών-μελών. Είναι μια εξέλιξη που δεν προάγει την ενότητα που επιβάλλεται σε αυτές τις στιγμές αλλά είναι αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθεί μια ισορροπία που έχει διαταραχθεί από την εμμονική και στενόμυαλη τακτική της Γερμανίας και των άλλων «φειδωλών». Κάποιος αισιόδοξος θα έλεγε ότι ίσως να ήλθε η ώρα που ο ευρωπαϊκός νότος θα βγει στο προσκήνιο της διαμόρφωσης των ευρωπαϊκών εξελίξεων και στο άνοιγμα νέων δρόμων για την ΕΕ, όπως είχε γίνει και στη δεκαετία του ’80 με τις επιτυχίες των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και της θεσμοθέτησης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Όνειρα θερινής νυκτός, θα σκεφθεί κάποιος άλλος. Ακόμη, όμως, και αυτά, κάποιες φορές γίνονται πραγματικότητα.
Η αντίθεση, ειδικά των χωρών του νότου, σε μια πρόταση που έχει εμφανή χαρακτηριστικά ευρωπαϊκής αλληλεγγύης , μπορεί εκ πρώτης άποψης να ξαφνιάζει. Όσο όμως η Επιτροπή δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες συνολικής και όχι αποσπασματικής έκφρασης αυτής της αλληλεγγύης, όσο δεν προτείνει μια κοινή και συνολική ευρωπαϊκή απάντηση στην ενεργειακή και οικονομική κρίση, η ειλικρίνεια των προθέσεών της -και των προθέσεων όσων την επηρεάζουν σε αυτή τη συγκυρία -θα αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης. Η απόρριψη της τελευταίας πρότασής της από τα μισά, σχεδόν, κράτη-μέλη θα πρέπει να την προβληματίσει σοβαρά.