Η είσοδος στην προεκλογική περίοδο επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη στάση του πολιτικού κόσμου και τις αντίστοιχες επιλογές του για μια σειρά κρίσιμα ζητήματα. Κι η πρώτη επιλογή είναι η μετάθεση των δυσάρεστων αποφάσεων μετά τη διεξαγωγή των εκλογών. Παράδειγμα οι πλειστηριασμοί ως μεθοδολογία διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Ένα κρίσιμο θέμα με πολλές παραμέτρους, σε μια δύσκολη ομολογουμένως περίοδο, που θα επηρεάσει από το επίπεδο της κοινωνικής συνοχής έως (υπό προϋποθέσεις) το ύψος του δημόσιου χρέους.
Η διαχείριση των κόκκινων δανείων αποτέλεσε για πολλά χρόνια το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών. Στο τέλος του 2018, παρά το πλήθος των νομοθετικών παρεμβάσεων και τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις η κατάσταση παρέμενε προβληματική, σε σημείο που αμφισβητούνταν η ικανότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων να πετύχουν τους συμφωνημένους στόχους απομείωσης των NPEs με τον SSM. Οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις αντικατόπτριζαν την αυξημένη αβεβαιότητα, προκαλώντας συζητήσεις περί αναγκαιότητας νέων αυξήσεων κεφαλαίων προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες επίτευξης των στόχων τους.
Η ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου όγκου κόκκινων δανείων αποτελούσε βασικό λόγο που οι οίκοι αξιολόγησης δεν προχωρούσαν με τον επιθυμητό βηματισμό στις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας, καθιστώντας την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας άπιαστο όνειρο. Η τότε κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα προχώρησε σε συνεργασία με διεθνή επενδυτικό όμιλο στην αντιγραφή του ιταλικού μοντέλου τιτλοποιήσεων των NPLs μέσω παροχής κρατικής εγγύησης, εκκινώντας τις διαδικασίες με τους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς φορείς και την DGComp. Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 ορθώς συνέχισε από εκείνο το σημείο τις συζητήσεις και τις επεξεργασίες με το σύνολο των συμμετεχόντων, ορίζοντας μάλιστα και αρμόδιο υφυπουργό επί του θέματος. Κατάληξη ήταν η νομοθέτηση του γνωστού θεσμικού πλαισίου που πήρε το όνομα Ηρακλής.
Το σύνολο των συστημικών τραπεζών εκμεταλλεύτηκαν τα νέα δεδομένα και προχώρησαν σε τιτλοποιήσεις δανείων ύψους περίπου 32 δισ. ευρώ , με την κρατική εγγύηση να αγγίζει τα 12 δισ. ευρώ. Το πρώτο πρόγραμμα ακολούθησε ο Ηρακλής ΙΙ, με τα ποσά των τιτλοποιήσεων και των εγγυήσεων να διαμορφώνονται στα ίδια περίπου επίπεδα με τον πρώτο. Ο συνδυασμός Ηρακλή και των υπολοίπων προωθούμενων λύσεων (πωλήσεις, διαγραφές και αναδιαρθρώσεις) επέφερε τη μείωση των κόκκινων δανείων από τα 119,26 δισ. ευρώ το Μάρτιο 2016 (48,9% επί του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου) στα 18,79 δισ. ευρώ το Μάρτιο 2022 (11,6% επί του συνόλου). Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των διοικήσεων των τραπεζών, εντός του επόμενου έτους τα ποσοστά των NPEs αναμένεται να διαμορφωθούν σε μονοψήφια ποσοστά, τερματίζοντας μια παρατεταμένη περίοδο μη κανονικότητας για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Ωστόσο τα κόκκινα δάνεια μπορεί να μην μολύνουν στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν τους τραπεζικούς ισολογισμούς, παραμένουν όμως ένα άλυτο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Το έργο της διαχείρισης των NPEs έχει περιέλθει στους servicers, από την αποτελεσματικότητα των οποίων εξαρτάται η επιτυχία των τιτλοποιήσεων και η αποφυγή της κατάπτωσης των κρατικών εγγυήσεων. Ενδεχόμενη αναποτελεσματική διαχείριση θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του δημόσιου χρέους, σε μια εποχή που λόγω των κρατικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρίσεων της τελευταίας διετίας, έχει ανέλθει στα 394,55 δισ. ευρώ (Μάρτιος 2022) ή στο 193% του ΑΕΠ.
Από το περασμένο φθινόπωρο η Eurostat έχει εγείρει θέμα κατάπτωσης των εγγυήσεων και εγγραφής τους στο δημόσιο χρέος λόγω του γεγονότος ότι η διαχείριση μέρους των τιτλοποιήσεων δεν προχωράει με βάση τους στόχους των εγκεκριμένων business plans. Σύμφωνα με το σχέδιο Ηρακλής η κάθε τιτλοποίηση συνοδεύεται από ένα αναλυτικό business plan, στο οποίο εμπεριέχονται τόσο η μεθοδολογία όσο και οι στόχοι ανάκτησης, προκειμένου να δοθεί η έγκριση για την παροχή της εγγύησης στις senior ομολογίες της τιτλοποίησης.
Μέρος της μεθοδολογίας ανάκτησης και επίτευξης των ποσοτικών στόχων των εισπράξεων είναι οι πλειστηριασμοί. Στις περισσότερες τιτλοποιήσεις τουλάχιστον το 1/3 του στόχου ανάκτησης προέρχεται από τους πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων των δανειοληπτών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις (κυρίως σε στεγαστικά δάνεια) φθάνουν το 40% με 45%. Οι παραπάνω ποσοστώσεις και οι επιμέρους στόχοι ήταν ευθύς εξαρχής γνωστοί στο κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο και σε αυτή τη βάση δόθηκαν οι κρατικές εγγυήσεις. Πρακτικά λοιπόν χωρίς την τέλεση και την ολοκλήρωση των πλειστηριασμών η επίτευξη των στόχων των τιτλοποιήσεων τίθενται εν αμφιβόλω, αυξάνοντας τις πιθανότητες κατάπτωσης των εγγυήσεων, όπερ θα επιφέρει αύξηση του δημοσίου χρέους.
Η κυβέρνηση σε συνεργασία με τις τράπεζες και τους servicers κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης είχαν προχωρήσει στην ορθή απόφαση αναστολής των διαδικασιών πλειστηριασμών, παρά τις ενστάσεις που είχαν εκφράσει διάφορα ξένα funds, που έχουν επενδύσει σημαντικά ποσά στην δευτερογενή αγορά των “κόκκινων” δανείων. Για την αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος της πρώτης κατοικίας των πιο φτωχών νοικοκυριών επιλογή της κυβέρνησης, μέσω της αναθεώρησης του πτωχευτικού νόμου, ήταν η ίδρυση ενός φορέα, ο οποίος θα αγοράζει και στη συνέχεια θα νοικιάζει τα σπίτια αυτής της κατηγορίας νοικοκυριών. Σκοπός η αποφυγή του φαινομένου των βίαιων εξώσεων, που βίωσε η Ισπανία, που με τη σειρά του θα συνέβαλε αρνητικά στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Δυο χρόνια μετά τη ψήφιση του νομοσχεδίου ο φορέας των ακινήτων δεν έχει εκκινήσει, η ενεργοποίηση του ενδιάμεσου προγράμματος επιδότησης των στεγαστικών δανείων ευάλωτων νοικοκυριών έχει καθυστερήσει (αναμένεται έως το τέλος Ιουνίου). Την ίδια στιγμή έχουν προγραμματιστεί χιλιάδες πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, αρκετοί μάλιστα αφορούν ιδιαίτερα χαμηλά υπόλοιπα δανειακών υποχρεώσεων, γεγονός που αυξάνει την αγωνία χιλιάδων ιδιοκτητών/δανειοληπτών. Από τη μεριά τους οι servicers διαβεβαιώνουν ότι έχουν θέσει μια σειρά φίλτρων για την αποφυγή πλειστηριασμών οικιών ευάλωτων νοικοκυριών, ωστόσο δυο πρόσφατες περιπτώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη προκαλούν εύλογο προβληματισμό και ανησυχίες.
Για να δοθεί μια καλύτερη εικόνα της κατάστασης τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η ΤτΕ θεωρούν ότι οι πλειστηριασμοί πρέπει να προχωρήσουν προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης του όγκου των κόκκινων δανείων και παράλληλα για να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα του σχεδίου Ηρακλής. Η κυβέρνηση όμως λόγω της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που έχει προκαλέσει, και προσπαθώντας να αποφύγει το πολιτικό κόστος των αποφάσεών της, προκρίνει την επικοινωνιακή αντί την ουσιαστική προσέγγιση του θέματος.
Μέσω διαρροών στα ΜΜΕ, επιρρίπτει ευθύνες σε τράπεζες και servicers που αντί για ρυθμίσεις προχωρούν σε πλειστηριασμούς. Ωστόσο, ως γνωστόν, η κυβέρνηση ήταν πλήρως ενημερωμένη και σύμφωνη με τα business plans των τιτλοποιήσεων -με βάση (και) αυτά, άλλωστε, δόθηκαν οι κρατικές εγγυήσεις επί των senior ομολογιών. Πιθανώς, στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι να κρυφτεί το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι και να φανερωθεί μόνο μετά τις εκλογές. Είτε με πλειστηριασμούς είτε με κατάπτωση των εγγυήσεων και αύξηση του δημοσίου χρέους είτε με συνδυασμό και των δύο…