Οι ανησυχίες για την ασφάλεια που εκφράστηκαν από τις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης βρίσκονται στα πρώτα θέματα της διεθνούς ατζέντας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι αναλυτές επί διεθνών σχέσεων υπογραμμίζουν ότι ο κόσμος βρίσκεται σε μια ζώνη λυκόφωτος και είναι δύσκολο να προβλεφθεί τι μπορεί να παραγάγει μία τέτοια ομιχλώδης ατμόσφαιρα. Για αυτό το λόγο οι διεθνείς οργανισμοί που έχουν δημιουργηθεί για να επιφέρουν τη σταθερότητα στη διεθνή τάξη και να προστατεύουν τα κράτη από την αστάθεια άρχισαν να είναι πολύ πιο σημαντικοί. Ειδικά το ΝΑΤΟ άρχισε να είναι πολύ πιο σημαντικό ως ένας κοινός οργανισμός ασφαλείας παρέχοντας εγγυήσεις σε κάθε μέλος ότι θα το προστατεύσει από κάθε πιθανή επίθεση εναντίον της εδαφικής του ακεραιότητας.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο οι ανησυχίες για την ασφάλεια διευρύνθηκαν και εξελίχθηκαν, περιλαμβάνοντας πλέον και υβριδικές απειλές που προέρχονται από μη κρατικούς παράγοντες, όπως οι εθνοτικές συγκρούσεις που προέρχονται από τον μικρο-εθνικισμό, τη διεθνή τρομοκρατία ή τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Το ΝΑΤΟ και άλλοι οργανισμοί προσπάθησαν να αντιδράσουν στις νέες απειλές στη βάση των κοινών αρχών. Ωστόσο, η ρωσική εισβολή δημιούργησε μία νέα δυναμική, η οποία μας μετατόπισε πίσω στις συζητήσεις για τις διακρατικές συγκρούσεις και τον συμβατικό και πυρηνικό πόλεμο. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ ήρθε αντιμέτωπο ξανά με την αρχική του αποστολή και συναντήθηκε στο πεδίο με τον αρχικό του «εχθρό».
Πολλοί ονομάζουν τη νέα κατάσταση δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο, ενώ το NATO επανήλθε στην αποστολή της διασφάλισης της άμυνας και της ασφάλειας της νέας «Δύσης», η οποία περιλαμβάνει πια και πολλές πρώην χώρεςτου σιδηρού παραπετάσματος. Η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ από το 1952 και διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό στρατηγικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με μεγάλο βάρος στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Λόγω των (περιορισμένων) δυνατοτήτων τους, σε σύγκριση με τους άλλους απειλητικούς παράγοντες στην περιοχή, και οι δύο χώρες ήταν υπέρ των συμμαχιών στη διεθνή πολιτική. Μετά από πολλά χρόνια, τη δεκαετία του 1990, οι δύο χώρες της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ενθάρρυναν την επέκταση του ΝΑΤΟ για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή τους.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας παραδοσιακά βασίζονταν στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τις βασικές αρχές της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών. Τη δεκαετία του 1980, η Τουρκία πέφτει σε έναν κύκλο βίας με τρομοκρατικές επιθέσεις από το κουρδικό αποσχιστικό κίνημα με στόχο την εδαφική της ακεραιότητα. Η Τουρκία αποκαλεί το PKK τρομοκράτες επειδή στόχευσαν αμάχους, όπως δασκάλους, ακόμη και μωρά. Όπως έχει πει ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, «κανένας σύμμαχος του ΝΑΤΟ δεν έχει βιώσει πιο πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις από την Τουρκία». Τα υπάρχοντα προβλήματα δημοκρατίας στην Τουρκία ενισχύθηκαν από τις αυξανόμενες ανησυχίες για την ασφάλεια και αυτό δημιούργησε αρνητικές επιπτώσεις στις ζωές των Τούρκων πολιτών. Οι σκανδιναβικές ευρωπαϊκές χώρες είχαν δεχθεί πολλούς αιτούντες άσυλο Κούρδους εθνικιστές, συμπαθούντες του PKK και πολλές φορές τρομοκράτες. Η Τουρκία δυσκολευόταν πάντα να εξηγήσει στους συμμάχους της, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ότι η απειλή του ΡΚΚ σχετίζεται με την εδαφική της ακεραιότητα, ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στη Γεωργία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.
Σήμερα υπάρχει μια αυξανόμενη απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών της Βαλτικής της Ανατολικής Ευρώπης και η Τουρκία αυτό που απαιτεί είναι σεβασμός απέναντι στη σύμμαχο χώρα και να μην παρέχεται υποστήριξη στον αποσχιστή, αναγνωρίζοντάς του ακόμη και μερίδιο από τον εθνικό προϋπολογισμό ή στέλνοντάς του τόνους όπλων υψηλής τεχνολογίας. Ο τουρκικός λαός, όχι μόνο η κυβέρνηση, πιστεύουν ότι οι σύμμαχοι μπορεί να έχουν συναίσθηση της απειλής, που προκαλούν οι αποσχιστικές τάσεις και η αστάθεια. Έτσι σήμερα αυτό που η Τουρκία επιζητεί είναι θέσπιση κανονισμών για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και της αλληλεγγύης μεταξύ των νέων μελών και της εδώ και 70 χρόνια μέλους του ΝΑΤΟ Τουρκίας, η οποία υποστηρίζει πλήρως τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ από την πρώτη ημέρα. Ωστόσο, η Φινλανδία και η Σουηδία θεωρούν την απαίτηση αυτή ως παραχώρηση.
Η ουκρανική κρίση δημιούργησε επίσης μια νέα δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Παρά τη μακροχρόνια συμμαχία της Ελλάδας και της Τουρκίας, έπρεπε να μοιραστούν το ρόλο που τους δόθηκε στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Πέρα από τη δυναμική του Ψυχρού Πολέμου, οι διμερείς σχέσεις είχαν πάντα τις δικές τους προτεραιότητες, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1950, με την άνοδο του Κυπριακού. Το κυπριακό ζήτημα είναι θέμα εθνοτικής διαμάχης μεταξύ της πλειοψηφίας, των Ελληνοκυπρίων, που ήθελαν να ενωθούν με την Ελλάδα και μιας μειονότητας, των Τουρκοκυπρίων, που δεν ήθελαν τη διαίρεση του νησιού, ούτε την ενοποίηση του τουρκικού τμήματος με την Τουρκία. Αυτό επιτάχυνε το εθνικό αφήγημα κατά των Τούρκων στον ελληνικό αλυτρωτισμό και τις μαζικές δολοφονίες της ΕΟΚΑ Β ’και ώθησε τους Τούρκους σε θύλακες, δημιουργώντας ένταση. Μετά την ανακήρυξη της ΕΝΩΣΗΣ από τον Νίκο Σαμψών το 1974, η τουρκική επιχείρηση άντλησε το δικαίωμά της από αυτό του εγγυητή, προκειμένου να προστατεύσει το σύνταγμα του 1960. Παρά τις πολυετείς διαπραγματεύσεις, δεν έχει βρεθεί λύση στο νησί και αυτό που συνέβη, εξακολουθεί να θεωρείται από τους Έλληνες ως άδικη «κατοχή».
Αυτή η μακρά και παλαιά ιστορία μνημονεύτηκε κατά την ουκρανική κρίση. Η Ελλάδα θέλησε να χρησιμοποιήσει αυτή την κρίση για να εξηγήσει αυτό το αίσθημα αδικίας και «κατοχής» για την ενίσχυση της σύγχρονης πολιτικής της άποψης. Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις άρχισαν να δέχονται την επιρροή μιας νέας δυναμικής. Η Ελλάδα ήθελε επισήμως να κάνει τους συμμάχους να συμφωνήσουν πώς η Τουρκία στρέφεται εναντίον της Δύσης. Ως συνέχεια της πολιτικής του εξευρωπαϊσμού του κυπριακού προβλήματος, προκειμένου να έχει την πλήρη υποστήριξη των Ευρωπαίων ενάντια στην ισχυρή Τουρκία, τώρα η εξάλειψη της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ ήταν ο νέος στόχος.
Εδώ είναι απαραίτητο να θυμηθούμε ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ δημιούργησε ένα είδος βαλβίδας ασφαλείας μέσω της παρέμβασης των ΗΠΑ ως ενεργού μεσολαβητή στις ελληνο-τουρκικές τριβές στο πεδίο. Η υποβάθμιση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων μετά το 2016 θεωρήθηκε μια νέα ευκαιρία για να αλλάξει η ισορροπία μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Με τη δημιουργία πολλών στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα δίπλα στα ελληνοτουρκικά σύνορα, η Ελλάδα προσπάθησε να βάλει τα ελληνικά συμφέροντα στην καρδιά της Δύσης, χαράσσοντας τα σύνορα της Δύσης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Ο στόχος αυτός θα οριστεί ως «εκρωσοποίηση» της Τουρκίας με παράλληλη δαιμονοποίηση της υπάρχουσας κυβέρνησης. Η αυξανόμενη σημασία της Τουρκίας αμέσως μετά την ουκρανική κρίση με τη διπλωματική της δεινότητα και τις προσπάθειές της παρουσιάστηκαν ως πρόκληση κατά της «Δύσης». Η Ελλάδα ζήτησε κυρώσεις κατά της Τουρκίας και πλήρη υποστήριξη από τους συμμάχους στην Κύπρο. Τα αιτήματα από τη Φινλανδία και τη Σουηδία παρουσιάζονται ως η νεότερη απόδειξη για αυτό το επιχείρημα μαζί με την αυξανόμενη ένταση στο Αιγαίο Πέλαγος. Τα επιχειρήματα για την «επιθετικότητα» της Τουρκίας εξαρτώνται από τις αντιδράσεις στη βαριά στρατικοποίηση των νησιών ενάντια στο διεθνές δίκαιο, μερικά εκ των οποίων απέχουν 3 μίλια από τις μεγάλες τουρκικές πόλεις.
Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο γίνεται κάτω από την επίδραση αυτής της ατμόσφαιρας. Η Ελλάδα θέλει να εμφανιστεί ως θύμα για να τραβήξει ένα μερίδιο συμπάθειας, ίδιο με αυτό που δόθηκε στην Ουκρανία, αλλά η Τουρκία είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και ποτέ δεν ήταν ρεβιζιονίστρια. Η Τουρκία εξακολουθεί να προσπαθεί να αποτελέσει πυλώνα σταθερότητας μέσω της μεγάλης διπλωματικής της δεινότητας που βασίζεται σε βασικές αρχές. Η Ελλάδα θα επιστρέψει στις πολιτικές που ακολουθούσε κάποτε η κυβέρνηση Σημίτη και θα πρέπει να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα, δημιουργώντας μια θάλασσα ειρήνης μέσω της αξιοποίησης των υφιστάμενων μηχανισμών, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, οι σύγχρονες πολιτικές δείχνουν το αντίθετο και η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι θέλει να δημιουργήσει σύνορα, αποκλείοντας την Τουρκία από τη Δύση, κάτι το οποίο είναι αντίθετο με το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας. Η αστάθεια στη γειτονιά της Ελλάδας είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί. Η Τουρκία είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για τη σταθερότητα και την ασφάλεια των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Μπορούμε να πούμε ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν ζητούν ποτέ να είναι μόνες τους ενάντια στις προκλήσεις που προέρχονται από την Ανατολή. Επομένως, η υφιστάμενη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης είναι αρκετά παράλογη, διότι δεν είναι αποδεκτή από τους άλλους συμμάχους, και δηλητηριάζει επίσης τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
Η Ζουχάλ Μερτ Ουζουνέρ είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά