Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να ξεκινήσει στην Ελλάδα συζήτηση γύρω από τον flat tax/την υιοθέτηση δηλαδή αναλογικής φορολογίας – αντί της, υπό διάφορες μορφές και κλιμακώσεις, προοδευτικής φορολογίας, η οποία πάντως ισχύει από τις αρχές του 20ου αιώνα (ν.3393/1909, ως γενικός φόρος με συντελεστή από 3% έως 7% επί του καθαρού εισοδήματος, ύστερα ως ν. 1640/1919 με ενιαίους μεν συντελεστές από 4% έως και 12%, αλλά με ισχυρή διαφοροποίηση ανά τις πηγές και με «συνθετικό συμπληρωματικό φόρο» με συντελεστή 5% και 10%). Σε προηγούμενες μεν αλλά πρόσφατες φάσεις, οι αναφορές σε μια προσέγγιση flat tax υπήρξαν είτε απομακρυσμένες από την πρόθεση πρακτικής εφαρμογής – όπως, μελετητικά ή δημοσιογραφικά, ανοιγόταν η συζήτηση: τέτοια ήταν η περίπτωση του τέλους δεκαετίας του΄80, αρχών δεκαετίας του ΄90 –, είτε πάλι είχαν σαν φόντο την υπό πίεση Μνημονίων συζήτηση για ριζική φορολογική μεταρρύθμιση, ειδικά στις πρώτες φάσεις της μνημονιακής περιπέτειας.
Όμως, η συζήτηση που επιχειρεί εδώ να ανοίξει ο Τάσος Αβραντίνης, σε ευθέως ιδεολογημένη φιλελεύθερη προσέγγιση (της οποίας μάλιστα ο πρόλογος του Γιώργου Μπήτρου επιτείνει έναν σχεδόν σταυροφορικό χαρακτήρα …) κάνει ένα βήμα παραπέρα: Επιδιώκει να την εγκαταστήσει στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης περί φορολογίας. Καθώς, δε, υπάρχει ευρύτερη αναγνώριση των δυσλειτουργιών του σημερινού φορολογικού συστήματος – όπως αυτό δομήθηκε και όπως στρεβλώθηκε με τις συνεχείς παρεμβάσεις αποδίδοντας ένα πρόδηλα δυσλειτουργικό αποτέλεσμα, τόσο από πλευράς δικαιοσύνης όσο και από πλευράς αποτελεσματικότητας (χαρακτηριστική η αρθρογραφία του Κώστα Καλλίτση στην «Καθημερινή» /KReport της 26/6: «Υπέρ των κερδών κατά της μισθωτής εργασίας», με συνέχεια μάλιστα βάσει πρόσφατων στοιχείων ΟΟΣΑ στο KReport 27/6), το έδαφος είναι ούτως ή άλλως ώριμο για ριζοσπαστικότερο προβληματισμό γύρω από το φορολογικό σύστημα.
Βέβαια, η άποψη που θέλει την προοδευτική φορολογία να αντιτίθεται προς την ίδια την συνταγματική επιταγή για φορολογική ισότητα, «χωρίς διακρίσεις» και «ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός» προσκρούει στην πραγματικότητα του ότι η σύγχρονη συνταγματική θεωρία, αλλά και η θεσμική δημοσιονομική αποδέχεται παγίως την προοδευτική φορολόγηση – η οποία ούτως ή άλλως έχει επικρατήσει στην πράξη, ανεξαρτήτως των επικρίσεων που έχει δεχθεί ο τρόπος εφαρμογής της.
Πέραν τούτου, το επιχείρημα ότι το σύστημα της αναλογικής φορολογίας «δεν είναι άγνωστο στην Ευρώπη», όπως προσάγεται, χλωμαίνει γρήγορα όταν διευκρινισθεί ότι χώρες της ΕΕ με εμπειρία από flat tax είναι η Βουλγαρία (μας ενδιαφέρει άμεσα, λόγω και του χαμένου ενιαίου συντελεστή 10%), οι Βαλτικές χώρες, η Ρουμανία, η Τσεχία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία (εντός ΕΕ, με συντελεστές από 15% έως 19%). Σπανίως στην επιχειρηματολόγηση προσάγεται η εμπειρία της Ρωσίας ή της Ουκρανίας ή της Λευκορωσίας. ακόμη λιγότερο της Σερβίας ή της Β. Μακεδονίας ή της Αλβανίας…
Κοινό στοιχείο παρόμοιων οικονομιών είναι ότι βγήκαν – ή επιχείρησαν να βγουν – από το σοβιετικό σύστημα, έχοντας άλλωστε την εμπειρία και βαθύτερης αναποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος, αλλά και με μεγάλη αντοχή στους κραδασμούς της μετάβασης προς ελεύθερη οικονομία, καθώς οι δυνατότητες εισβολής στις χώρες αυτού του τύπου δεν συγκρίνονται με τις δυτικότερες.
Εκείνο πάντως που ασφαλώς έχει ενδιαφέρον στην προσέγγιση του Τάσου Αβραντίνη είναι η κριτική στην προοδευτική φορολογία όπως αυτή αρθρώνεται γύρω από τα επιχειρήματα της αναποτελεσματικότητας, της μη-δίκαιης επιβάρυνσης του φόρου καθώς και της αποθάρρυνσης της ατομικής προσπάθειας και/ή των επενδύσεων. Όμως αυτή η επιχειρηματολόγηση θα οδηγούσε εξίσου σε μια κατάληξη (ριζικής) μεταρρύθμισης της προοδευτικής φορολογίας, όσο και εγκαθίδρυσης της αναλογικής/του flat tax. Αντιθέτως, η πρόταση που καταθέτει ο Τάσος Αβραντίνης για φορολογική μεταρρύθμιση με βάση την λογική αναλογικού/αναλογικότερου συστήματος έχει το ενδιαφέρον της διεξοδικότητας – με νομοτεχνική διάθεση που δεν καλύπτει απλώς το προτεινόμενο ύψος του συντελεστή (15%) , αλλά και δίνει ορισμούς για την μόνιμη εγκατάσταση, για την διαρρύθμιση εκπιπτόμενων/μη-εκπιπτόμενων δαπανών, την αποδοχή φορολογικών απαιτήσεων, την μεταφορά ζημιών… Καθώς λοιπόν, δεν παραλείπει ο Τ. Αβραντίνης να υπολογίσει/μνημονεύσει την δημοσιονομική επίπτωση από μια τέτοια μεταβολή (στα 2,3 δις ευρώ, κάτι σαν 1,2% του ΑΕΠ) η πρόταση που διαμορφώνει έχει το πλεονέκτημα της διαφάνειας. Τώρα, πόσο/πώς θα ζυγιαστεί αυτό το κόστος με την υπόσχεση ξεκλειδώματος επενδυτικού ενδιαφέροντος , είναι κάτι που ανήκει στην σφαίρα της πρακτικής πολιτικής. Στην πύκνωση, όμως, της θεωρητικής συζήτησης, η πρωτοβουλία Αβραντίνη προσφέρει.