Τα μουσεία, ιδίως κοιταγμένα από έναν τόπο όπως η Ελλάδα και από μια βιωματική αναζήτηση της συνέχειας όπως η Ελληνική – πολύτιμη η εισαγωγική παρατήρηση της Katherine Fleming του NYU ότι «η Ελλάδα έχει διστακτικά μόνον εξερευνήσει τι σημαίνει να είσαι ο φερόμενος εφευρέτης και εξαγωγέας του πολιτισμού προς τον υπόλοιπο κόσμο […]. Η εμμονή με έναν παρελθόντα αλλ’ ατέρμονο πολιτισμό έχει δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο βάρος» - δίνουν μια δυνατότητα, αποτελούν και ένα βάρος. Γιατί μπορεί η ατάκα που απέσπασε ο Κ. Λασκαράτος από τον Μίκη Θεοδωράκη, και την εντάσσει στο κλείσιμο αυτού του βιβλίου το οποίο έχει μιαν κάποια ιεραποστολική/αφυπνιστική διάσταση, να είναι αμφίσημη : «δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο για μια χώρα από την δημιουργία ενός σύγχρονου πολιτισμού» (του οποίου ο Μίκης, χωρίς περιστροφές θεωρεί το έργο του ουσιώδες μέρος). Όμως η ανάδειξη των Μουσείων σε κεντρικό μοχλό της πολιτιστικής διπλωματίας – λιγότερο, θα μας επιτρέψει ο συγγραφέας να πούμε, ως εργαλείου διαμόρφωσης της «εικόνας» της χώρας για την οποία τόση μέριμνα καταβάλλεται αυτόν τον καιρό και περισσότερο ως βάσης προκειμένου να ανοίγουν ζωηροί πολιτιστικοί διάλογοι (όπως και ο ίδιος εξάλλου επισημαίνει) προς μια κατεύθυνση αναζήτησης αλληλοκατανόησης σ’ έναν ταραγμένο κόσμο – αποτελεί ένα σημαντικό εγχείρημα στο μέτρο που συνδέει παρελθόν (ή: παρελθόντα…) με το πολύπλοκο σήμερα. Που φέρνει σε επαφή τον πολιτισμό ως «προνόμιο», με την επιλογή για άνοιγμα και για (απόπειρα, τουλάχιστον) για επικοινωνία.
Επηρεασμένος και από την ιδιότητα του δημοσιογράφου, ο Κ. Λασκαράτος οικοδομεί το επιχείρημά του ξεναγώντας σε τέσσερα Ελληνικά μουσεία (Ακρόπολης, Βεργίνας, Βυζαντινό Αθηνών και Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – με τρυφερότητα χειρίζεται τις περιπέτειες του τελευταίου) ένα υπό δημιουργία (το Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Θεσσαλονίκη), καθώς και την ιδιαίτερη περίπτωση του εγχειρήματος του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου. Καθεμιά από αυτές τις πολιτιστικές πραγματικότητες/παρεμβάσεις περιλαμβάνει και μια ή περισσότερες προσπάθειες ανοίγματος προς μια κατεύθυνση: το Μουσείο της Ακρόπολης ταυτίσθηκε εν πολλοίς με την διεκδίκηση της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά και φιλοξένησε πολλές παρουσίες ξένων ηγετών/διεθνών επαφών. η Βεργίνα με την ανάγνωση και τις προσπάθειες διαχείρισης του Μακεδονικού. το Βυζαντινό/Χριστιανικό με την αναζήτηση του νήματος που πηγαίνει από το Βυζάντιο μέχρι την σύγχρονη γεωπολιτική της Ορθοδοξίας. οι προσπάθειες να γίνει πραγματικότητα το Μουσείο του Ολοκαυτώματος με την εσωτερική πάλη ώστε να αντιμετωπισθεί η μοναδική φρίκη της Ιστορίας και στην Ελλάδα. η περιπέτεια του ΕΜΣΤ ως αναμέτρηση της σύγχρονης Ελλάδας με την εικόνα του εαυτού της στο φόντο του παρελθόντος. η διαθεσιμότητα, τέλος, του Νιάρχειου ως πλατφόρμας εξωστρέφειας της σημερινής Ελλάδας, από την αποχαιρετιστήρια ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τα μηνύματα για το Προσφυγικό ή την κλιματική κρίση (Εδώ μια παρένθεση: Πικρή η χαμένη ευκαιρία, να αποκτήσει το ΙΣΝ αληθινή διάσταση Μουσείου, με την περιπέτεια της στέγασης του μοναδικού αρχαιολογικού ευρήματος των Δεσμευτών του Φαλήρου).
Για να καταστήσει την προσέγγισή του αυτή στην πολιτιστική διπλωματία πιο λειτουργική, ο Κώστας Λασκαράτος δίνει στο τέλος κάθε Μουσείου-case study τα συμπεράσματά του, αλλ’ αφού πρώτα συνειδητά προτάσσει την προσέγγισή του ως προς την λειτουργία του στην κοινωνία. Δεν ξέρουμε πόσο συνειδητά, αλλ’ εδώ μεταφέρει τον «εσωτερικό διάλογο» Αντρέ Μαλρώ/Ζακ Λανγκ, ή για να το πούμε πιο πολιτικά εποχής Ντε Γκωλ / Εποχής Μιτεράν στην Γαλλία…
Η δημοσιογραφική του, πάλι, ιδιότητα του έδωσε την δυνατότητα να φιλοξενήσει στο βιβλίο του καταθέσεις πολιτικών για το ίδιο θέμα: Συζητήσεις του με Γιώργο Παπανδρέου, Αλέξη Τσίπρα, Προκόπη Παυλόπουλο, άρθρο/τοποθέτηση Αντώνη Σαμαρά (σχετικό παράδοξο, ή πιο επιφυλακτική στάση από… πρώην υπουργό Πολιτισμού).
Συν, μια έρευνα γνώμης που δείχνει πόσο λίγο εκτιμάται στην σημερινή Ελλάδα ως επιτυχής η προσπάθεια διαδοχικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν τα Μουσεία ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής/εξωστρέφειας.