Οι τρεις δεκαετίες στις οποίες ο Γεράσιμος Αρσένης έπαιξε ρόλο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης – βασικός συντελεστής στην διαμόρφωση προγραμματικού πλαισίου για την διεκδίκηση της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ της ριζοσπαστικής φάσης, βρέθηκε εν συνεχεία στο ιδιότυπο δίδυμο πόστο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και υπουργού Εθνικής Οικονομίας στην πρώτη Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ/Ανδρέα Παπανδρέου ως («Τσάρος της Οικονομίας»), αργότερα διαφωνών με την στροφή ΠΑΣΟΚ σε πιο συμβατικές οδούς/υπουργεία Κ. Σημίτη με την ίδρυση του άτυχου ΕΣΚ/Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, θήτευσε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας όταν το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία και μέχρι την νύχτα των Ιμίων, εν τέλει κατέληξε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων επί Κυβέρνησης Σημίτη – έχουν αφήσει πίσω ίζημα στην δημόσια ζωή το οποίο, ακόμη και σήμερα, δεν έχει πλήρως συνειδητοποιηθεί.
Το να ξαναφωτισθούν οι διεργασίες εκείνης της εποχής, μέσα και από την διαδρομή του Γεράσιμου Αρσένη, αυτό επιδιώκει ο ιδιαίτερος αυτός τόμος στις Εκδόσεις Gutenberg του (και φίλου του Γ. Αρσένη) Γ. Δαρδανού – επιμέλεια Β. Κολλάρου, ο οποίος είχε με πρωτοβουλία της Λούκας Κατσέλη πρόσβαση στο Αρχείο Αρσένη – έχουν συγκεντρωθεί χαρακτηριστικές τοποθετήσεις του ίδιου του Γεράσιμου Αρσένη για τις θεματικές των τριών υπουργείων που χειρίστηκε – Οικονομία, Παιδεία, Άμυνα. Τοποθετήσεις που δείχνουν την ενότητα της προσέγγισής του και το είδος ανησυχιών που κουβαλούσε στην ταραχώδη πολιτική του πορεία.
Την ίδια στιγμή, φιλοξενούνται στον τόμο σειρά από καταθέσεις/αποτιμήσεις της διαδρομής του – ως «επίμονου μεταρρυθμιστή» - από ανθρώπους που τον έζησαν σ’ αυτούς τους σταθμούς του: Κ. Βαϊτσος/Τ. Ρουμελιώτης/Μ. Σαπουντζόγλου (ΥΠΕΘΟ), Μ. Μπετενιώτης (ΥΕΘΑ) – Μιχ. Κασσωτάκης/Α. Αλεξόπουλος (σ’ αυτόν «ανήκει» το «επίμονος μεταρρυθμιστής») στο ΥΠΠΘ και που εισφέρουν αποτιμήσεις του περάσματός του με γνώση των αντίστοιχων χώρων.
Εκείνο που περισσότερο θα χρησιμεύσει σε όσους θέλουν να δουν (ή: να ξαναθυμηθούν) τους παράγοντες που κυρίως διαμόρφωσαν την «υπογραφή» του ΠΑΣΟΚ στα δημόσια πράγματα της Μεταπολίτευσης είναι η αντίστοιχη διάσταση ριζοσπαστικότητας που κουβαλούσε – η διατύπωση δεν είναι τυχαία: ο Αρσένης είχε μια συναίσθηση του πολιτικού και της μεταρρυθμιστικής ευθύνης που πήγαινε πολύ βαθύτερα απ’ εκείνην και του Ανδρέα Παπανδρέου (του οποίου, βέβαια, ήταν στενότατος φίλος – όπως και η Λούκα – ακόμη και στις φάσεις έντονης διαφωνίας) η οποία χαρακτηριζόταν από προσαρμοστικότητα μέχρι τα όρια του κυνισμού. Για τον Αρσένη η μεταρρυθμιστική προσέγγιση σε μια Ελλάδα αγκαλιασμένη με την στασιμότητα, η υλοποίηση με άλλα λόγια του προτάγματος της Αλλαγής, είχε ακριβώς το στοιχείο της αποδοχής του ριζοσπαστικού/ανατρεπτικού. Αν στην οικονομία από την εποχή Αρσένη θυμηθεί κανείς την απόπειρα των κοινωνικοποιήσεων, της εισοδηματικής πολιτικής δημιουργίας ενεργού ζήτησης (με όρια, όμως, όταν η ΑΤΑ ξέφευγε) ή πάλι την μάχη για έγκαιρη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων του Μάαστριχτ στην οικονομική πολιτική, ακόμη και της ελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος από τον ζουρλομανδύα της Νομισματικής Επιτροπής (λίγοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι επί Αρσένη, όχι επί Επιτροπής Καρατζά/ημερών Σημίτη ξεκίνησε αυτή η πορεία), βλέπει το είδος μεταρρυθμιστικής προσέγγισης. Αν από τον χώρο της άμυνας (ως βασικής προϋπόθεσης της εξωτερικής πολιτικής: θέση Αρσένη/Ανδρέα Παπανδρέου) ανασύρει κανείς την έννοια της παλλαϊκής άμυνας, ή του ενιαίου δόγματος Ελλάδας-Κύπρου ή της επισήμανσης της σημασίας των ακατοίκητων νησιών του Αιγαίου, ή ακόμη του ανοίγματος των Ενόπλων Δυνάμεων σε δράσεις κοινωνικής προσφοράς ώστε να δοθεί περιεχόμενο στο πέρασμα των στρατεύσιμων από το χακί, θα επισημάνει επίσης συνειδητή απομάκρυνση από τα παραδοσιακά. Ενώ άμα, στο μέτωπο της Παιδείας, δει τις επιλογές της μεταρρύθμισης Αρσένη – που έφεραν την πτώση του, με τις κινητοποιήσεις του «Κάτσε καλά, Γεράσιμε!», αλλά εν πολλοίς διατηρήθηκαν από τους επόμενους υπουργούς Παιδείας – ή πάλι αν ξαναθυμηθεί το Πρόγραμμα των Σχολικών Βιβλιοθηκών, θα ξαναβρεί το νήμα συνειδητά διαταρακτικών παρεμβάσεων.
Εκείνο όμως που αποτελεί κοινό παρονομαστή των προσεγγίσεων Αρσένη ήταν η επιλογή πορείας – και η επιμονή – «ενάντια στο κύμα». Δηλαδή η αποδοχή του πολιτικού κόστους των μεταρρυθμιστικών επιλογών, της Αλλαγής. Δεν ήταν ότι ο Αρσένης αγνοούσε ότι η φάση του Κεϋνσιανισμού/της διαχείρισης ενεργού ζήτησης είχε φθάσει στα όριά του και ότι η νέα βουλγκάτα γινόταν πλέον – δεκαετία του΄80, διεθνώς – η Νεοφιλελεύθερη Σύνθεση, ούτε ότι στις δημόσιες επιχειρήσεις στην Ελλάδα η συνδικαλιστική ισχύς ήταν (να το πούμε ευγενικά…) παραδοσιακού τύπου, ούτε βέβαια ότι οι ιδιοκτήτες των de facto χρεωκοπημένων επιχειρήσεων λόγω βάρους των χρηματοοικονομικών ήδη την δεκαετία του΄70 και μέχρι την δεκαετία του ΄90 (για τις οποίες ο Τίμος Χριστοδούλου, εντελώς διαφορετικής στράτευσης, δεν δίσταζε να λέει: «bad management») διέθεταν σημαντικές ικανότητες αντιδράσεως. Πλην όμως θεωρούσε ότι το κόστος παραμονής της ελληνικής οικονομίας στην μεταπολεμική πεπατημένη μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ θα ήταν καταδικαστικό. Αντίστοιχα ίσχυσαν στην προσπάθεια δημιουργίας διαφορετικών συσχετισμών στα ελληνοτουρκικά/στο Αιγαίο μετά την κρίση του 1987/μετά το Νταβός: Η κρίση των Ιμίων ασφαλώς και έφερε ανώμαλη προσγείωση το 1996 – όμως τώρα πια φαίνονται τα όρια της εναλλακτικής πολιτικής, η οποία τελικώς επεκράτησε. Ενώ για την Παιδεία, αν καθίσει και ξεφυλλίσει κανείς τις μετέπειτα προσεγγίσεις – ιδίως τις μεταρρυθμίσεις Γιαννάκου και Διαμαντόπουλου, μαζί και τις «αντι-μεταρρυθμίσεις» Ευθυμίου και Αρβανιτόπουλου – τείνει να αξιολογήσει διαφορετικά το «Κάτσε καλά, Γεράσιμε!».
Περισσότερο κι από μια ματιά στο «πώς θα μπορούσαν να έχουν πάει τα πράγματα» μιας εποχής που σημάδεψε συνολικά την Μεταπολίτευση, η επαναφορά στη μνήμη των επιλογών ριζοσπαστισμού (βέβαια… ριζοσπαστισμού με ελληνικά μέτρα) στην μεταρρυθμιστική προσέγγιση Αρσένη χρησιμεύει για να συνειδητοποιηθεί ότι στην πολιτική η ανάληψη του κόστους είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με την άσκηση της εξουσίας.
Κάτι που πολύ συχνά παραβλέπεται, ιδίως στην τωρινή/επικοινωνιακή εποχή του πολιτικού.