Στρατηγική απειλή από την Κίνα και αντιπαλότητα με την Ρωσία, η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες για το νέο διμέτωπο Ψυχρό Πόλεμο που ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πριν από εικοσιπέντε χρόνια τα παραπάνω θα έμοιαζαν με επιστημονική φαντασία ή πολιτική μυθοπλασία.
Πριν από εικοσιπέντε χρόνια ο Πρίγκιπας Κάρολος παρέδιδε την μέχρι τότε βρετανική αποικία του Χονγκ Κονγκ στην ηγεσία της Κίνας, σε εφαρμογή μιας συμφωνίας στην οποία είχε πρωταγωνιστήσει η Σιδηρά Κυρία, Μάργκαρετ Θάτσερ.
Τότε, η Κίνα των διαδόχων του Ντενγκ, ήταν ένα επιτυχές εγχείρημα μετάβασης στην οικονομία της αγοράς και, σύμφωνα με τους ειδήμονες, ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος θα ακολουθούσε νομοτελειακά.
Η παράδοση του Χονγκ Κονγκ την 1.7.1997 ήταν μια επιβράβευση της συντεταγμένης μεταρρύθμισης της Κίνας σε απόλυτη αντίστιξη με χαώδη κατάρρευση της ΕΣΣΔ στα τέλη του 1991.
Τους πρώτους μήνες του 1997 οι 16, τότε, χώρες μέλη του ΝΑΤΟ προσκαλούσαν σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία ενώ ταυτόχρονα άρχιζε η λειτουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, μια εξέλιξη που στο τότε κυρίαρχο κλίμα ευφορίας καταγράφηκε ως σημαντικό βήμα στήριξης της σταθερότητας στην μετασοβιετική Ρωσία.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά η καχυποψία κυριαρχεί στις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα και την Ρωσία.
Στην Ουκρανία η Ρωσία και οι ΗΠΑ συγκρούονται δι’ αντιπροσώπων ενώ στην περιοχή Ασίας Ειρηνικού η Ταιβάν ήδη αποκαλείται «η Ουκρανία της περιοχής».
Χωρίς την ιδεολογική οραματική αντιπαλότητα που σφράγισε τον Ψυχρό Πόλεμο στην περίοδο 1947-1991 η σημερινή αστάθεια και ρευστότητα απειλεί αυτή την ίδια την παγκοσμιοποίηση με το περίγραμμα ενός διπολισμού να διακρίνεται ήδη στο βάθος του ορίζοντα με την Δύση από την μια μεριά και την Ομάδα BRICS από την άλλη.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος σίγουρα θα προσπαθήσουν να απαντήσουν γιατί χάθηκε η ευκαιρία μιας παγκόσμιας οικονομίας και μιας παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η απάντηση τους είναι πολύ πιθανόν να μοιάζει με την απάντηση στο ερώτημα πώς φθάσαμε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο: Με την αναγόρευση όλων των εμπλεκομένων ως συνυπεύθυνων.